- πιθήκιο(ν)
- το, ΝΜΑ [πίθηκος](υποκορ. τού πίθηκος) μικρός πίθηκος, πιθηκάκι, μαϊμουδίτσανεοελλ.ζωολ. γένος πλατύρρινων νυκτόβιων πιθήκων τής Νότιας Αμερικής με μικρό, συμμαζεμένο σώμα και θυσανωτή ουράαρχ.1. βάθρο που στηριζόταν σε δύο πλοία και πάνω στο οποίο τοποθετούσαν βαριές πολεμικές μηχανές για μεταφορά2. το φυτό αντίρρινον.
Dictionary of Greek. 2013.